Ottoman - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Ottoman - translation to γαλλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Ottaman; Ottoman (disambiguation)

Ottoman         
n. ottoman; Turkish person of the family or tribe of Osmon; member of the tribe which conquered Asia Minor in the 13th century; Turk
bey         
n. bey, governor in the Ottoman Empire
ottoman      
ottoman, Turkish; of or pertaining to the tribe that conquered Asia Minor in the 13th century

Ορισμός

ottoman
¦ noun (plural ottomans)
1. a low upholstered seat without a back or arms, typically serving also as a box, with the seat hinged to form a lid.
2. a heavy ribbed fabric made from silk and either cotton or wool.
Origin
C19: from Fr. ottomane, feminine of ottoman 'Ottoman'.

Βικιπαίδεια

Ottoman

Ottoman is the Turkish spelling of the Arabic masculine given name Uthman (Arabic: عُثْمان, romanized: ‘uthmān). It may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Ottoman
1. Il brille au Moyen Age, puis sous l‘Empire ottoman.
2. Leur derni';re création, Slow Chair &Ottoman éditée chez Vitra, respire.
3. Place, ce mercredi dans les rues de Bâle, au cort';ge germano–ottoman.
4. Bush veut nous diviser, remplacer la république par une union des musulmans, comme sous l‘Empire ottoman.
5. Il est la preuve historique irréfragable que lAlgérie, dans lEmpire ottoman, était indépendante et souveraine.